- αλαβάρχης και αλαβάρχος
- Τίτλος του ανώτατου τελωνειακού επόπτη της αραβικής πλευράς του Νείλου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Κικέρων χρησιμοποίησε τον όρο ειρωνικά για τον Πομπήιο, ο οποίος θέλησε να αυξήσει τον τελωνειακό φόρο των Ρωμαίων, ενώ ο Ευσέβιος ονόμαζε έτσι τον ανώτατο άρχοντα των Ιουδαίων της Αιγύπτου. Μεταξύ των Ιουδαίων που κατέλαβαν το αξίωμα αυτό ήταν και ο αδελφός του φιλοσόφου Φίλωνα, Αλέξανδρος, που έγινε αργότερα επίτροπος της μητέρας του αυτοκράτορα Κλαυδίου Αντωνίας.
Dictionary of Greek. 2013.